- ἀρδεύει
- ἀρδεύωwaterpres ind mp 2nd sgἀρδεύωwaterpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Απιδανός — Αρχαία ονομασία τουπαραπόταμου του Πηνειού, Φαρσαλιώτη, ο οποίος πηγάζει από τις βόρειες απόκρημνες πλευρές του βουνού Όθρυς στη Φθιώτιδα και δέχεται, κοντά στα Φάρσαλα, τα νερά του Ενιπέα. Έχει βορειοδυτική κατεύθυνση και αρδεύει τον θεσσαλικό… … Dictionary of Greek
Γκαρ — (Gard).Νομός (5.853 τ. χλμ., 623.125 κάτ. το 1999) της νότιας Γαλλίας. Το έδαφός του είναι ορεινό και το κλίμα του καθαρά μεσογειακό. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη δασοκομία και την εκτροφή βοοειδών. Καλλιεργούν επίσης δημητριακά στις… … Dictionary of Greek
Καβάλας, νομός — Νομός (2.111 τ. χλμ., 145.054 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Στα Δ συνορεύει με τον νομό Σερρών, στα Β με τον νομό Δράμας, στα Α με τον νομό Ξάνθης, ενώ προς τα Ν βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος (Θρακικό πέλαγος). Ο ν.Κ.… … Dictionary of Greek
Καρούν — (Karun). Ποταμός (725 χλμ.) του Ιράν. Πηγάζει από τις πλαγιές του όρους Ζάγρου. Το πάνω και το μέσο τμήμα του κυλάει μέσα από φαράγγια και διασχίζει ορεινά λεκανοπέδια, ενώ το κάτω τμήμα του διαρρέει την πεδιάδα της Μεσοποταμίας. Την άνοιξη και… … Dictionary of Greek
Ταρν — (Tarn). Νομός της νοτιοδυτικής Γαλλίας, που οφείλει την ονομασία του στον ομώνυμο ποταμό (έκτ. 5.758 τ. χλμ., 341.800 κάτ.). Ο ποταμός έχει μήκος 375 χλμ. και αρδεύει γραφικές περιοχές για να ενωθεί τελικά με τον Γαρούνα (Γκαρόν). Πρωτεύουσα του… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Κηφισός — Ονομασία ποταμών της Ελλάδας. 1. Ποταμός (60 χλμ.) της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ο οποίος σήμερα ονομάζεται Μαυρονέρι. Πηγάζει από τους πρόποδες του Παρνασσού και καταλήγει στη βοιωτική πεδιάδα, την οποία αρδεύει. Ο Κ. δέχεται δύο παραπόταμους … Dictionary of Greek
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
ευαρδής — εὐαρδής, ές (Α) 1. αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.) 2. αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρδης (< άρδω), πρβλ. νεο αρδής] … Dictionary of Greek
κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… … Dictionary of Greek